- ἀκλυδώνιστος
- ἀκλῠδώνιστος, ον,A not lashed by waves; generally, sheltered from,
λιμὴν ἀ. τῶν πνευμάτων Plb.10.10.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιμὴν ἀ. τῶν πνευμάτων Plb.10.10.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκλυδώνιστος — not lashed by waves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακλυδώνιστος — η, ο (Α ἀκλυδώνιστος, ον) [κλυδωνίζομαι] αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα αρχ. προφυλαγμένος από την τρικυμία … Dictionary of Greek
ακλυδώνιστος — η, ο αυτός που δεν ταράζεται από τα κύματα: Μ όλη την τρικυμία το καράβι ταξίδευε σχεδόν ακλυδώνιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκλυδώνιστον — ἀκλυδώνιστος not lashed by waves masc/fem acc sg ἀκλυδώνιστος not lashed by waves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλυστος — ἄκλυστος, ον (Α) [κλύζω] ο ακλυδώνιστος … Dictionary of Greek